διπλόκοκκος

διπλόκοκκος
(diplococcus). Μικρόβιο της ομάδας των κόκκων, του οποίου τα στοιχεία συνδυάζονται ανά δύο (π.χ. δ. της πνευμονίας ή πνευμονόκοκκος, δ. της βλεννόρροιας ή γονόκοκκος, δ. της εγκεφαλονωτιαίας μηνιγγίτιδας ή μηνιγγιτιδόκοκκος κ.ά.). Ο συνδυασμός αυτός είναι προφανώς απαραίτητος για τη ζωή του μικροβίου, επειδή υπό δυσμενείς συνθήκες τα δύο στοιχεία του αποχωρίζονται και κατόπιν νεκρώνονται. Διπλόκοκκος, μικρόβιο της ομάδας των κόκκων, όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο.
* * *
ο
μικρόβιο τής ομάδας τών κόκκων τού οποίου τα στοιχεία είναι συνδυασμένα ανά δύο («διπλόκοκκος τής πνευμονίας, τής βλεννόρροιας κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.diplocoque)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γονόκοκκος — Παθογόνο μικρόβιο, αιτιολογικός παράγοντας της βλεννόρροιας. Ο γ. ανακαλύφθηκε από τον Νάισερ το 1879 και βρίσκεται είτε μέσα στο υγρό, σε περίπτωση βλεννόρροιας, που εκκρίνεται είτε στα πυοσφαίρια και στα επιθηλιακά κύτταρα. Παρουσιάζεται με τη… …   Dictionary of Greek

  • διπλ(ο) — (διπλούς, διπλός) α συνθετικό λέξεων που δηλώνουν διπλασιασμό ή επανάληψη τής σημασίας τού β συνθετικού π.χ. διπλοπρόσωπος, διπλοπαρακαλώ ΣΥΝΘ. αρχ. διπλοείματος, διπλωδούμαι μσν. διπλοεντέληνος, διπλοκαλαμαράτος, διπλοπαλαιολόγος,… …   Dictionary of Greek

  • εντερόκοκκος — ο διπλόκοκκος, άλλοτε σαπροφυτικός και άλλοτε παθογόνος, οπότε και μπορεί να προκαλέσει ή να φέρει επιπλοκές σε πολλές λοιμώξεις …   Dictionary of Greek

  • κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… …   Dictionary of Greek

  • στρεπτοκοκκιοειδή — τα, Ν (μικρβλ.) κατηγορία βακτηρίων στην οποία περιλαμβάνονται ο διπλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”