- διπλόκοκκος
- (diplococcus). Μικρόβιο της ομάδας των κόκκων, του οποίου τα στοιχεία συνδυάζονται ανά δύο (π.χ. δ. της πνευμονίας ή πνευμονόκοκκος, δ. της βλεννόρροιας ή γονόκοκκος, δ. της εγκεφαλονωτιαίας μηνιγγίτιδας ή μηνιγγιτιδόκοκκος κ.ά.). Ο συνδυασμός αυτός είναι προφανώς απαραίτητος για τη ζωή του μικροβίου, επειδή υπό δυσμενείς συνθήκες τα δύο στοιχεία του αποχωρίζονται και κατόπιν νεκρώνονται.
Διπλόκοκκος, μικρόβιο της ομάδας των κόκκων, όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο.
* * *ομικρόβιο τής ομάδας τών κόκκων τού οποίου τα στοιχεία είναι συνδυασμένα ανά δύο («διπλόκοκκος τής πνευμονίας, τής βλεννόρροιας κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.diplocoque)].
Dictionary of Greek. 2013.